- επισπώ
- ἐπισπῶ, -άω (AM)1. σέρνω προς το μέρος μου2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.)αρχ.1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.)2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου τέθνηκεν», Δημοσθ.)3. (για γένι) αφήνω να μακρύνει4. θέλγω, πείθω («καὶ οὔτω δὴ ἐπισπᾷ σφόδρα τὴν ψυχήν», Πλάτ.)5. παρακινώ, προτρέπω («ἐπισπάσασθαι αὐτούς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι», Θουκ.)6. πίνω, ρουφώ7. (για βρέφη) θηλάζω8. καλώ, προσκαλώ («ἐπισπασαμένων Πύρρον», Πολ.)9. ανατρέπω10. τραβώ τήν άκροβυστία προς τα κάτω για να φαίνεται οτι δεν έχω περιτομή11. επιφέρω, προξενώ («τοσόνδε πλῆθος πημάτων ἐπέσπασεν», Αισχύλ.)12. μέσ. ἐπισπῶμαι, -άομαια) προκαλώ («ἐπεσπάσατο... τὸ ἕτερον ἐπινόημα»)β) απορροφώ, απομυζώ13. παθ. α) καλούμαι για εργασίαβ) (για τη θάλασσα) επιστρέφω («ἐξαπίνης πάλιν ἐπισπωμένης», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπω «τραβώ, σύρω»].
Dictionary of Greek. 2013.